στριντζέντο

στριντζέντο
το, Ν
άκλ. μουσ. όρος που δηλώνει ότι απαιτείται βαθμιαία επιτάχυνση τής ρυθμικής αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”